Πρόκειται για λοίμωξη από Schistosoma japonicum. Οι κερκάριες διεισδύουν στο δέρμα ή τους βλεννογόνους κατά την έκθεση σε μολυσμένο νερό σε <15 min. Η κλινική συνέπεια της διείδυσης των κερκαριών στο δέρμα είναι η δερματίτιδα από κερκάριες που διαρκεί συνήθως 24–48 h.
Το Schistosoma japonicum είναι αίτιο εντεροηπατικής σχιστοσωμίασης και ενδημεί στην Κίνα, τη ΝΑ Ασία και τις Φιλιππίνες. Είναι το μοναδικό παθογόνο για τον άνθρωπο είδος που έχει ζώα αποθηκευτικούς ξενιστές, οι οποίοι με την αποβολή ωαρίων συμβάλλουν στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Δεκάδες άγρια και οικόσιτα θηλαστικά λειτουργούν ως δεξαμενές του S. japonicum, μεταξύ των οποίων ο σκύλος, η γάτα, ο χοίρος και ο νεροβούβαλος.

Οι κλινικές οντότητες “κνησμός Kabure” και “πυρετός Katayama” πρωτοπεριγράφηκαν στην επαρχία Χιροσίμα της Ιαπωνίας το 1847 και το 1904 ο Katsurada απομόνωσε το σκώληκα από μια γάτα και ονόμασε το είδος Schistosomum japonicum. Ως ενδιάμεσοι ξενιστές του παρασίτου λειτουργούν τα αμφίβια σαλιγκάρια του γένους Oncomelania.


Το S. japonicum έχει διαστάσεις 10-20 x 0.55 mm το αρσενικό και 20-30 x 0.3 mm το θηλυκό. Ζεί ζευγαρωμένο (in copula) στους κλάδους της κάτω μεσεντέριας και της άνω αιμορροϊδικής φλέβας και αποβάλλει περί τα 1000-3500 ωάρια / θηλυκό / ημέρα στα κόπρανα. Το ωάριό του είναι στρογγυλό, 60-100 μm και φέρει μικρή πλευρική άκανθα.


Η κλινική εικόνα της εντεροηπατικής νόσου είναι παρόμοια με εκείνην από S. mansoni (κοιλιακό άλγος, αναιμία, πυλαία υπέρταση, ασκίτης, καθυστέρηση της ανάπτυξης). Στο έντερο παρατηρούνται υπερπλασία του βλεννογόνου, ψευδοπολύποδες, εξελκώσεις και πάχυνση του τοιχώματος, ενώ είναι συχνή και η γαστρική σχιστοσωμίαση.
Επί λοίμωξης από S. japonicum παρατηρείται συχνότερα προσβολή του ΚΝΣ (επιληπτικές κρίσεις, εγκάρσια μυελίτιδα), ενώ αναφέρεται σπανιότερα πνευμονική καρδία απ’ότι επί λοίμωξης από S. mansoni.
Θεραπευτικά συνιστάται χορήγηση πραζικουαντέλης σε δόση 60 mg/kg, διαιρεμένη είτε σε 3 δόσεις των 20 mg/kg ανά 4 ώρες, είτε σε 2 δόσεις των 30 mg/kg.